- καπιτατίων
- καπιτατίων, ἡ (Μ)κεφαλικός φόρος, χαράτσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. capitatio (< θ. capit- τού caput «κεφάλι»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάπιτον — κάπιτον, τὸ (Μ) κεφαλικός φόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. καπιτατίων] … Dictionary of Greek